- ροητόκος
- -ον, Ααυτός που γεννά, που προκαλεί τη ροή τών νερών στους χειμάρρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοή + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. παιδο-τόκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥοητόκον — ῥοητόκος producing streams masc/fem acc sg ῥοητόκος producing streams neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)